Συμπτωματολογία
Κυρίαρχο κλινικό χαρακτηριστικό του ΣΧΠΑ είναι ο πόνος σε δομές της πυέλου, δηλαδή κάτω από τον ομφαλό και ως τη μεσότητα των μηρών, χωρίς να ανευρίσκεται σαφές παθολογικό αίτιο και με διάρκεια τουλάχιστον 3 μηνών κατά το τελευταίο εξάμηνο.
Ο πόνος στην πλειονότητα των ασθενών δεν είναι οξύς και μπορεί να περιγράφεται ως ενόχληση, σφίξιμο, τράβηγμα/βάρος, κάψιμο ή ερεθισμός. Μπορεί να είναι συνεχής ή διαλείπων και να επιτείνεται από συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως το στρες, η καθιστική θέση, η εκσπερμάτιση και η αφόδευση.
Συχνά, οι πάσχοντες εμφανίζουν συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό (δυσουρία, συχνουρία, επιτακτικότητα, μειωμένη ροή ούρων, αίσθημα ατελούς κένωσης, στάξιμο ούρων στο τέλος της ούρησης), εντερικές διαταραχές (δυσκοιλιότητα, φουσκώματα), ψυχική επιβάρυνση (άγχος, κατάθλιψη, κοινωνική απόσυρση, μειωμένη αυτοεκτίμηση) και σεξουαλική δυσλειτουργία (στυτική διαταραχή, μειωμένη ερωτική επιθυμία, πόνο κατά την εκσπερμάτιση ή την κολπική διείσδυση). Η κλινική εικόνα των πασχόντων από ΣΧΠΑ μπορεί να παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις, γεγονός που συχνά προκαλεί σύγχυση σε ασθενείς και ιατρούς.
Η εκδήλωση του συνδρόμου συχνά σχετίζεται με υψηλά επίπεδα άγχους και στρες, κοπιώδεις αθλητικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα ποδηλασία μεγάλων αποστάσεων, καθώς και παρατεταμένο κάθισμα.
Το ΣΧΠΑ μπορεί επίσης να εμφανιστεί μετά από χειρουργικές επεμβάσεις ή τραυματικές κακώσεις στην πύελο. Πολύ συχνά, το σύνδρομο πυροδοτείται από βακτηριακές φλεγμονές του προστάτη, καθώς και ψυχαναγκαστική σεξουαλική δραστηριότητα ή υπερβολική αυτοϊκανοποίηση.
Δε λείπουν και οι περιπτώσεις όπου το ΣΧΠΑ σχετίζεται με σεξουαλική κακοποίηση του ατόμου στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν.
Αιτιολογία
Η παθοφυσιολογία του ΣΧΠΑ είναι περίπλοκη και αποτελεί αντικείμενο εντατικής επιστημονικής έρευνας. Πρόσφατα, οι υγειονομικές αρχές των Η.Π.Α. ίδρυσαν έναν διεπιστημονικό ερευνητικό φορέα, το δίκτυο MAPP (Multidisciplinary Approach to the study of chronic Pelvic Pain), με σκοπό να μελετηθούν εκτενώς οι διάφορες μορφές ΣΧΠΑ και οι πιθανές σχέσεις τους με άλλες χρόνιες καταστάσεις, όπως η ινομυαλγία, το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου και το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.
Φαίνεται ότι στην παθογένεια του πυελικού άλγους εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν παράγοντες φλεγμονώδεις/ανοσιακοί, ενδοκρινείς, νευρομυϊκοί και ψυχικοί. Η σημασία της ευαισθητοποίησης του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο υπό την έννοια της αυξημένης διεγερσιμότητας και ενίσχυσης των επώδυνων περιφερικών ερεθισμάτων (central sensitization).
Υπάρχει, λοιπόν, μια μετατόπιση από την οργανοκεντρική προσέγγιση του ΣΧΠΑ, που εστιάζεται σε όργανα που πάσχουν, προς τη λεγόμενη ολιστική θεώρηση, που προσεγγίζει με ευρύ πνεύμα τη συνολική δυσλειτουργία των εμπλεκόμενων μηχανισμών.
Διαγνωστικές μέθοδοι
Πρέπει πάντοτε να γίνεται μικροβιολογικός έλεγχος των ούρων ώστε να ελεγχθεί αν υφίσταται λοίμωξη του ουροποιητικού. Οι ουρολοιμώξεις μπορεί πράγματι αρκετές φορές να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα. Σε πολλές περιπτώσεις ο μικροβιολογικός έλεγχος του σπέρματος, του προστατικού υγρού ή ουρηθρικού εκκρίματος (αν υπάρχει) είναι απαραίτητος ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει ουρογεννητική λοίμωξη.
Ανάλογα με τα συμπτώματα, την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό μπορεί να γίνει και ένας έλεγχος για αποκλεισμό καρκίνου του προστάτη. Αν οι προηγούμενες εξετάσεις αποβούν φυσιολογικές, δε χρειάζεται να διενεργηθούν επιπρόσθετες διαγνωστικές εξετάσεις.
Η χρήση μεθόδων κλινικής φαινοτύπησης (clinical phenotyping) φαίνεται ότι επίσης βοηθά σε μεγάλο βαθμό. Το σύστημα UPOINT αποτελεί ένα εργαλείο φαινοτύπησης που αξιολογώντας συγκεκριμένους κλινικούς τομείς, δηλαδή τα συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα (U), την ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία (P), τα ειδικά ευρήματα από τα πυελικά όργανα (O), την παρουσία λοίμωξης (I), τα νευρολογικά συμπτώματα (N) και την ευαισθησία των πυελικών μυών (T) κατευθύνει τη θεραπεία προς τους αντίστοιχους παθολογικούς τομείς.
Η βαρύτητα των συμπτωμάτων είναι μια παράμετρος που παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στη λήψη της θεραπευτικής απόφασης. Η ποσοτικοποίηση των ενοχλήσεων μπορεί να γίνει με ειδικά ερωτηματολόγια, όπως το Δείκτη Ουρογεννητικού Πόνου (GUPI) για τον πόνο, τους δείκτες IIEF (σε άνδρες) και FSFI (σε γυναίκες) για τη σεξουαλική δυσλειτουργία, τον δείκτη AUASI για τα συμπτώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος και το Beck Anxiety Inventory για το άγχος.